συμφορώ — και αττ. τ. ξυμφορῶ, έω, Α [σύμφορος] 1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συναθροίζω 2. μέσ. συμφοροῡμαι, έομαι (ιδίως για πτηνό) συλλέγω υλικό για το κτίσιμο τής φωλιάς μου 3. παθ. α) (για ποταμούς) συμβάλλω β) φέρομαι μαζί με κάτι («ὕδατι συμφορέονται» … Dictionary of Greek
συμφόρῳ — σύμφορος accompanying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφόρῳ — συμφόρῳ , σύμφορος accompanying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορίζω — Μ συμφορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω», κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
συμπεφορημένος — η, ον, Α αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους. επίρρ... συμπεφορημένως Α 1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.) 2. στρυμωχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος τού συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek
συμφορίας — Α [συμφορῶ] (κατά τον Ησύχ.) «συμπεφορημένης, συμμίκτου» … Dictionary of Greek
συμφορηδόν — Μ επίρρ. σωρηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… … Dictionary of Greek
συμφόρημα — ήματος, τὸ, Α [συμφορῶ] 1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός 2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος 3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.) … Dictionary of Greek
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek